- προσυπομιμνήσκειν
- πρόσ-ὑπομιμνήσκωputpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσυπομιμνήσκω — ΜΑ [ὑπομιμνήσκω] υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι ακόμη («τοῡ δὲ βασιλέως βουλομένου τι προσυπομιμνήσκειν τὸν Σκιπίωνα», Πολ.) … Dictionary of Greek